συνδιαλαμβάνω

συνδιαλαμβάνω
Α
1. εξετάζω μαζί ή από κοινού με άλλον, συσκέπτομαι με κάποιον
2. παθ. συνδιαλαμβάνομαι
μοιράζομαι κάτι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαλαμβάνω «διακρίνω, σκέπτομαι, διαιρώ, κατανέμω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • συνδιάληψις — ήψεως, ἡ, Α [συνδιαλαμβάνω] εξέταση ενός θέματος από κοινού με άλλον, διάσκεψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”